- αδωνιακός
- ἀδωνιακός, -ή, -όν (Α)[Ἄδωνις]ο σχετικός με τον Άδωνι ή ο κατάλληλος για αυτόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀδωνιακοῖς — Ἀδωνιακός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδωνιακοῦ — Ἀδωνιακός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδωνιακήν — Ἀδωνιακός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άδωνις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος με παροιμιώδη ομορφιά, που μπήκε στη μυθολογία, την ποίηση και τη θρησκεία των αρχαίων από την Εγγύς Ανατολή, ίσως από την Κύπρο όπου κυρίως τοποθετούνται οι περιπέτειές του. Στον κόσμο των Σημιτών o μύθος και η λατρεία … Dictionary of Greek